σκαντζόχοιρος

σκαντζόχοιρος
ο зоол, ёж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκαντζόχοιρος" в других словарях:

  • σκαντζόχοιρος — σκαντζόχοιρος, ο και σκαντζόχερος, ο ακανθόχοιρος, μικρό ζώο με αγκάθια στο δέρμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαντζόχοιρος — (erinaceus europaeus). θηλαστικό, της οικογένειας των Ακανθοχοιριδών, της τάξης των εντομοφάγων. Μήκους 30 περίπου εκ., από τα οποία 2 3 ανήκουν στην ουρά, ο σ. είναι διαδομένος με διάφορα υποείδη σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς και στη Σιβηρία,… …   Dictionary of Greek

  • ακανθόχοιρος — Βλ. λ. σκαντζόχοιρος. * * * ο (Μ ἀκανθόχοιρος) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + χοῖρος] …   Dictionary of Greek

  • σχύρ — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τη λ. χήρ «σκαντζόχοιρος»] …   Dictionary of Greek

  • χήρ — (I) ηρός, ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. χειρ. (II) ηρός, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. το οποίο ανάγεται σε ΙΕ τ. *ghēr «αγκαθωτό ζώο» και αντιστοιχεί με το λατ. (h)er, (h)eris «σκαντζόχοιρος». Οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • ακανθίων — (acanthion). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών. Περιλαμβάνει δύο γένη: τους κεντίδες και τους υστριχίδες. Τα ζώα αυτά ζουν σε όλες τις θερμές χώρες. Το σώμα τους είναι κοντό και σκεπασμένο με μακριές τρίχες χρώματος καστανού ή λευκού …   Dictionary of Greek

  • αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»